-
1 πάσχω
Aἔπασχον 17.375
, etc.: [tense] fut.πείσομαι Od.2.134
, etc. ; [dialect] Dor. [ per.] 3sg.παισεῖται Abh.Berl.Akad.1925(5).21
(Cyrene, iii B.C.): [tense] aor.ἔπᾰθον Il.9.492
, etc.: [tense] pf.πέπονθα Od.13.6
, etc.: [tense] plpf. ἐπεπόνθειν ib.92, etc.; [dialect] Att. (all the above tenses in Hom., [tense] pres. and [tense] aor. only in Hes.). —Rarer forms, [ per.] 2pl. [tense] pf. πέπασθε (so Aristarch.) Il.3.99,πέποσθε Od. 23.53
; fem. [tense] pf. part.πεπᾰθυῖα 17.555
; [dialect] Dor. [tense] pf.πέποσχα Stesich. 89
, Epich.11, PCair.Zen. 482.18 (iii B.C.) :— have something done to one, suffer, opp. do,ὅσσ' ἔρξαν τ' ἔπαθόν τε Od.8.490
;ῥέζοντά τι καὶ παθεῖν ἔοικεν Pi.N.4.32
; δρᾶν καὶ πάσχειν, v. δράω ; πολλὰ μὲν.. πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν Hdt.5.89, etc.: hence used as [voice] Pass. of ποιέω (cf. Arist. Cat. 2a4, Metaph. 1017a26, Plot.3.6.8, etc.), π. τι ὑπό τινος to be treated so and so by another, suffer it at his hands,ἃ πάσχοντες ὑφ' ἑτέρων ὀργίζεσθε, ταῦτα τοὺς ἄλλους μὴ ποιεῖτε Isoc.3.61
, cf. Hdt.1.44, 124,al. ;ἐξ ἐμοῦ μὲν ἔπαθες οἷα φῂς παθεῖν, δρᾷς δ' οὐδὲν ἡμᾶς εὖ E.Hec. 252
;οἷα πρὸς θεῶν πάσχω θεός A.Pr.92
, cf. Hdt.1.36.II to have something happen to one, to be or come to be in a state or case,καί τι ἔφη γελοῖον παθεῖν Pl.Smp. 174e
; , cf. V. 946 ; ὁρᾶτε μὴ ταὐτὸ πάθητε τῷ ἵππῳ see that it be not with you as with the horse in the fable, Arist. Rh. 1393b20, cf. Pl.R. 488a ; παραπλ ήσιον π. ὥσπερ ἂν εἰ .. Isoc.1.27 ; ὁμοιότατον πεπονθέναι ὥσπερ ἂν εἴ τις .. Pl.Phd. 98c.2 of the influence of passion or feeling, to be affected in a certain way, be (or come to be) in a certain state of mind, , cf. 1.80, D.20.56 ;ὅ τι μὲν ὑμεῖς πεπόνθατε ὑπὸ τῶν ἐμῶν κατηγόρων οὐκ οἶδα Pl.Ap. 17a
, cf. 21c, 22c, Alc.1.118b, Smp.198c ;π. τι πρός τινας Isoc.2.42
, Pl.Grg. 485b, cf. X.Smp.4.11, 8.15, etc. ;τι ἔς τινας Th.6.11
: sts. with Adj., ὑϊκὸν πάσχει he is swinishly disposed, X.Mem.1.2.30 : abs., ὁ πάσχων the man of feeling or impulse, ὁ μὴ πάσχων the un impassioned man, Arist.MM 1203b21.3 of things, πεπόνθασι.. αἱ Ἰώνων ὁρταὶ τοῦτο this is the case with.., Hdt.1.148 ; πάσχει δὲ ταὐτὸ τοῦτο καὶ τὰ κάρδαμα this is just the way with.., Ar.Nu. 234 ; ; ὁμοίως π. τῷ Νείλῳ to be in the same case with.., Hdt.2.20.4 Gramm., of words, to be subject to certain changes, EM 200.11, 491.2, etc. ; τὸ πεπονθός a modified form, A.D.Adv.137.16.III freq. with Advbs., κακῶς πάσχειν or παθεῖν to be in evil plight, unlucky, Od.16.275, Hdt.3.146, etc. ; κακῶς π. ὑπό τινος to be ill used, ill treated by.., A.Pr. 1041 (anap.) ; ἐκ Διὸς π. κακῶς ib. 759 (but also κακὸν π. ὑ. τ. Th.8.48): freq. with an Adj., κακά, αἰνά, λυγρὰ π ., Il.3.99, 22.431, Hdt.9.37 ;ἀνάρσια πρός τινος Id.5.89
: freq. in Trag., π. δύσοιστα, τάλανα, ἀμήχανα, οἰκτρά, σχέτλια, ἀνάξια, A.Eu. 789 (lyr.), Th. 988 (dub.), E.Hipp. 598, Hec. 321, Andr. 1180 (dub.), IA 852 : also in Prose, δεινά, βίαια π., D.51.19, 21.1, etc. ; πρέποντα πάσχειν Anti-pho 3.3.9 : in Hom. also with Subst., ἄλγεα, κήδεα, πήματα, ἀεκήλια ἔργα, Il.20.297, Od.17.555, Il.5.886, 18.77 : rarely in [dialect] Att.,πράγματ' αἴσχιστ' ἂν ἐπάθομεν D.21.17
.b εὖ πάσχειν to be well off, in good case, c. gen., τῶν αὑτοῦ (leg. ὧν αὐτοῦ, cf. ὅς Possess.) κτεάνων εὖ πασχέμεν to have the good of, enjoy one's own, like ἀπολαύω, γεύομαι, etc., Thgn. 1009, cf. Pi.N.1.32 ; εὖ πάσχειν receive benefits, opp. εὖ δρᾶν, A.Eu. 868, Th.2.40, etc. ;ἀνθ' ὧν ἔπασχον εὖ.. χάριν δοῦναι S.OC 1489
;τιμᾶσθαι.. ἐν τῇ μνήμῃ τῶν εὖ πεπονθότων Aeschin.3.182
;εὖ παθεῖν ὑπό τινων Pl.Grg. 519d
, etc.: also with an Adj.,π. ἀγαθά Hdt.2.37
;τι ἐσλόν Pi.P.9.89
, cf. Alc.Supp.22.5 ;τερπνόν τι S. Aj. 521
, cf. Theoc.7.83 ; χαρτά, ὅσια, E.Ph. 618, Hec. 788 ; γλυκέα, χαρίεντα π., Ar. Pax 591, Ec. 794 ;δίκαια Din.1.10
;φιλικὰ ὑπό τινος X.Cyr.4.6.6
.2 without Adv., with reference to evil, used for κακῶς orκακὰπ., μάλα πόλλ' ἔπαθον καὶ πόλλ' ἐμόγησα Od.5.223
, cf. Il. 23.607 ;εἴ κεν μάλα πολλὰ πάθοι 22.220
; ὁτιοῦν π. suffer anything whatever, Isoc.12.133, etc.: abs., παθὼν δέ τε νήπιος ἔγνω by hard experience, Hes. Op. 218, cf. S.OT 403 ; ὁ παθών the injured parly, Pl. Lg. 730a, 878c :—Phrases: μή τι πάθῃς or πάθοι, lest thou, lest he suffer any ill, Od.17.596, Il.5.567, cf. 11.470, etc. ;μή τι πάθωμεν 13.52
: hence εἴ τι πάθοιμι or ἤν τι πάθω, as euphemism, if aught were to happen to me, i.e. if I were to die, Callin.1.17, Hdt.8.102, Ar.Ec. 1105, V. 385, Lys.19.51, Theoc.8.10 ;ἂν οὗτός τι πάθῃ D.4.11
;ἐάν τινα ἀνθρώπινα πάσχῃ IG3.74.13
; soεἴ τι πείσεται.. ἅδε γᾶ E.Ph. 244
(lyr.) ;ἤν τι ναῦς πάθῃ Id.IT 755
, cf. Syngr. ap. D.35.13.b in Law, suffer punishment, pay the penalty, Lys.20.30 ;π. ὡς ἱερόσυλος SIG 1016.7
(Iasos, iv B. C.), cf. 1 Ep.Pet.4.15 ; ὡς προδότης καὶ ἐπιβουλεύων τῷ δήμῳ πασχέτω τι Aen. Tact.11.9 ;τιμᾶν ὅ τι χρὴ παθεῖν.. ἢ ἀποτεῖσαι Pl.Plt. 299a
(- τίνειν codd.), cf. Ap. 36b, X.Mem.2.9.5, IG12.65.50, etc.3 τί πάθω ; what is to become of me? ὤμοι ἐγώ, τί π. ; Il.11.404, Od.5.465, S.OC 216 (lyr.), Theoc.3.24 ; sts. what (else) am I to do? Ar.Nu. 798 ; so esp. τί γὰρ π. ; E.Hec. 614, Supp. 257, Ar.Av. 1432, etc. ; ὡμολόγηκα· τί γὰρ π. ; I allow it—how can I help it? Pl.Euthd. 302d, cf. Hdt.4.118.4 in [ per.] 2sg., τί πάσχεις ; what's the matter with you? Ar.Nu. 708, Av. 1044 ; τί χρῆμα πάσχεις ; Id.Nu. 816 : so in [tense] aor. part., τί παθών ; τί παθόντε λελάσμεθα θούριδος ἀλκῆς ; what possesses us that we have forgotten.. ? Il.11.313 ; but τί παθόντες γαῖαν ἔδυτε ; what befell you that you died ? Od.24.106 ; also οὐδὲν θαυμαστὸν ἔπαθεν.. πεισθείς no wonder that he was induced, Antipho 2.4.7.5 to be ill, suffer, c. acc. of the part affected, π. τοὺς πόδας, τὴν πλευράν, PSI4.293.23 (iii A. D.), PGen.56.27 (iv A. D.) : abs. in part., ὁ πάσχων, almost = ὁ κάμνων, the patient, PMag. Par.1.3017 ;μεταβαίνει ἀπὸ τῶν παθῶν ἐπὶ τοὺς πάσχοντας ἀνθρώπους Gal.16.583
, cf. 15.501, Sor.Fasc. 45, al.IV in later Stoic Philos., πάσχειν is to be acted upon by outward objects, take impressions from, them, opp. ἀποπάσχω, mostly folld. by ὅτι, to be led to suppose that.., Arr.Epict.1.2.3, 1.18.1, etc.: also c. acc., have experience of, ἀρετήν, λόγον, Ph.2.449, 1.121. (Πṇ θσκω, [tense] fut. Πένθ-σομαι, cf. πένθος.) -
2 περιαντλέω
A pour all over, Dsc.2.114 ([voice] Pass.), Archig. ap. Aët.3.194: metaph.,σοφοὺς λόγους τινί Plu.2.502c
:—[voice] Pass., to be completely drowned, ὑπὸ θαλάσσης Sch.Opp.H.1.155: metaph.,ἐν τῷ τῶν παθῶν κατακλυσμῷ LXX 4 Ma.15.32
;ὑπὸ τοῦ πλήθους τῆς τῶν ἰατρῶν διαφωνίας Gal.10.469
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιαντλέω
-
3 ἀνεπιλόγιστος
ἀνεπι-λόγιστος, ον,A unable to consider, c. gen.,τῶν ἐναργειῶν Diogenian.Epicur.3.25
; inconsiderate, thoughtless, Epicur.Sent.Vat.63, Sor.1.48;τῶν παθῶν Phld.Ir.p.24W.
, Mitteis Chr. 361 (iv A. D.). Adv. , 369e:—Subst. [suff] ἀνεπι-ιστία, ἡ, Sch.Od.15.225:—Verb[suff] ἀνεπι-ιστέω,Phld.Ir.p.19 W. ([voice] Pass.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνεπιλόγιστος
-
4 χαλιναγωγεω
досл. управлять посредством узды, перен. обуздывать(ἕκαστα τῶν παθῶν Luc.; ὅλον τὸ σῶμα NT.)
-
5 αναζωπύρωση
[-ις (-εως)] η1) прям., перен. разжигание, раздувание;των παθών — новая вспышка страстей;2) воодушевление, ободрение; оживление -
6 αναμόχλευμα
το, αναμόχλευσις (-εως) η1) поднимание рычагом; 2) вынимание, выкапывание (земли); 3) перен. раздувание (ссоры и т. п.);αναμόχλευ των παθών — разжигание страстей
-
7 δεσπόζω
αμετ.1) доминировать, преобладать, быть основным; 2) господствовать, возвышаться, доминировать (над чём-л.); 3) уст. господствовать, властвовать;§ δεσπόζω των παθών μου — уметь сдерживаться, владеть собой
-
8 έξαψη
[-ις (-εως)] η1) разжигание, возбуждение;έξαψη των παθών (τού μίσους) — разжигание страстей (ненависти);
2) гнев; раздражение, негодование;εν εξάψει в пылу раздражения;στην έξαψη τού θυμού μου — в пылу гнева;
έχω εξάψεις у меня кровь приливает к лицу от гнева;3) лихорадка, возбуждение, волнение;κατάσταση έξαψης — лихорадочное состояние;
4) вспышка;έξαψη πάθους — вспышка страсти;
έξαψη του πυρετού — жар; — лихорадка;
5) мед. прилив крови (к лицу) -
9 έρμαιο(ν)
-
10 έρμαιο(ν)
-
11 τάραχος
ο:ετράβηξε των παθών του τον τάραχο — он много испытал
-
12 τρικυμία
η1) буря, шторм; 2) перен. буря;η τρικυμία των παθών — буря страстей
-
13 εβδομάδα
εβδομάδα ηнеделя, седмица;ΦΡ.Μεγάλη Εβδομάδα / Εβδομάδα των Παθών — Страстная СедмицаΚαθαρά Εβδομάδα — первая неделя Великого Поста, см. Μεγάλη Εβδομάδα (буквально – Чистая неделя)Этим.< дргр. εβδομάς, -άδος < έβδομος «седьмой» -
14 πάθος
πάθος το1) страсть;2) беда, горесть, страдание;ΦΡ.Εβδομάδα των Παθών — Страстная Неделя – неделя перед праздником Воскресения Христова, когда Церковь молитвенно вспоминает спасительные страдания Христовы, см. Μεγάλη ΕβδομάδαЭтим.дргр. < πάσχω «страдать, терпеть» -
15 βελτιόω
A improue, Ph.1.202, al., Stud.Pal.1.7 ii 20 (v A. D.), etc.:—[voice] Pass., Ph.1.169, al., Plu.2.85c, SIG888.5 (Thrace, iii A. D.), Antyll. ap. Orib.10.23.18, etc.; οὔτε βελτιοῦσι τὴν αἰτίαν τῶν παθῶν give no better reason for, Posidon. ap. Gal.5.469.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βελτιόω
-
16 βρασμός
βρασμός, ὁ,A boiling up, Aët. 1.130, Hld.5.17; fermentation,τῆς ὕλης Corn.ND3
: hence, agitation, shaking,γῆς Arist.
ap.Ar.Did.Fr. 13 (pl.), Orph.H.47.3 (pl.), Sor.1.65; shivering as if from cold, ib.80, Aret.SD2.3; rigor, Gal.7.607.2 metaph., τοῦ πάθους, τῶν παθῶν, Ph.1.306, 238.II = βράστης, J.BJ1.19.4, D.C.68.24, Phlp. in Mete.7.23, Agath.5.3; of a tidal wave, Id.2.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βρασμός
-
17 καταγωνίζομαι
A prevail against, τινας Plb.2.42.3,al., OGI553.7 ([place name] Xanthus);τὰ αἰσχρὰ τῶν παθῶν Metrod.Herc.831.19
;κ. Ὀδυσσέα περὶ στεφάνου Luc.VH2.22
;ἕλκη διαίτῃ Dam.Isid. 122
:—[voice] Pass.,καταγωνισθῆναι τὰ ὅλα Plb.3.4.12
;ὑπό τινος Luc.Symp.19
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταγωνίζομαι
-
18 κατάσκηψις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάσκηψις
-
19 μετριάζω
A to be moderate, keep measure, S.Ph. 1183 (lyr.), Th.1.76, Arist.Pol. 1298a40; τινι in a thing, ib. 1314b33: with Preps.,μ. ἐν ταῖς εὐπραξίαις D.20.162
;περὶ τὰ τοιαῦτα Pl.Lg. 784e
;περὶ τὸ δίκαιον D.H.13.13
;πρὸς λύπην Pl.R. 603e
;ἐπί τινι Luc.Im.21
; μ. ἐν τῷ προθύμῳ show but moderate zeal, Hdn.8.3.5: c. gen.,μ. τῶν παθῶν Hierocl. in CA10p.436M.
2 of disease, remit, abate, opp. παροξύνεσθαι, Gal.16.711.3 of persons, to be 'only middling', to be unwell, Men.1037, LXX Ne.2.2, Poet. de herb.3.4 οἱ μετριάζοντες, = οἱ μέτριον τὸ αἰδοῖον ἔχοντες, Arist.GA 718a24.II trans., moderate, regulate, control,ὅρκοις μ. ψυχὴν νέαν Pl. Lg. 692b
; [ τὴν βασιλείαν] Arist.Pol. 1313a26; τι ἡμῖν ἀπὸ τοῦ ἐκφορίου reduce our rent, PCair.Zen.433.12 (iii B. C.);τὴν τιμωρίαν Ph.1.41
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετριάζω
-
20 πειρασμός
πειρ-ασμός, ὁ,A trial, LXX De.4.34, al., 1 Ep.Pet.4.12 ; οἱ ἐπὶ τῶν παθῶν π. Dsc. 1 Praef.5 ;πειρασμοὶ ἐν τῇ γῇ καὶ θαλάσσῃ Cyran.40
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πειρασμός
См. также в других словарях:
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
πάθος — Κάθε πάθηση του οργανισμού. Λέγεται επίσης κάθε πάθημα, συμφορά, περιπέτεια αλλά και κάθε ακατανίκητη επιθυμία, ορμή, σαρκική ακράτεια. Στην Ψυχολογία π. λέγεται η συνεχής διάθεση ενός ανθρώπου για την επικράτηση κάποιας επιθυμίας του. Στην Τέχνη … Dictionary of Greek
Ντίρερ, Άλμπρεχτ — (Albrecht Durer, Νυρεμβέργη 1471 – 1528). Γερμανός ζωγράφος και χαράκτης. Είναι η πιο σημαντική προσωπικότητα της Γερμανίας του 16ου αι. Με την πολύπλευρη δραστηριότητα του σημειώνει την έναρξη της Αναγέννησης στη Bόρεια Ευρώπη. Τρίτος γιος της… … Dictionary of Greek
Σπινόζα, Μπαρούχ ντε- — (Spinoza). Ολλανδός φιλόσοφος (Άμστερνταμ 1632 Χάγη 1677), ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος, μαζί με τον Ντεκάρτ και το Λάιμπνιτς, της προκαντιανής ορθολογιστικής φιλοσοφίας. Από εβραϊκή οικογένεια που είχε καταφύγει από την Ισπανία στην Ολλανδία… … Dictionary of Greek
παθός — Κάθε πάθηση του οργανισμού. Λέγεται επίσης κάθε πάθημα, συμφορά, περιπέτεια αλλά και κάθε ακατανίκητη επιθυμία, ορμή, σαρκική ακράτεια. Στην Ψυχολογία π. λέγεται η συνεχής διάθεση ενός ανθρώπου για την επικράτηση κάποιας επιθυμίας του. Στην Τέχνη … Dictionary of Greek
ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; … Православная энциклопедия
παλαιοχριστιανική τέχνη — Η τέχνη που αναπτύχθηκε κατά τους πρώτους 6 αιώνες του χριστιανισμού. Υποδιαιρείται σε δύο περιόδους, με διαχωριστικό όριο το 330 μ.Χ., χρονολογία που ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη περίοδος ήταν δύσκολη για τους πιστούς της νέας θρησκείας· … Dictionary of Greek
απάθεια — Αδιαφορία, αναλγησία, αναισθησία, ηρεμία, ψυχραιμία. (Ιατρ.) Παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται με ολοκληρωτική αδιαφορία προς τα εξωτερικά συμβαίνοντα που προσπίπτουν στην αντίληψη, και την άμβλυνση ή την απουσία των συγκινησιακών αντιδράσεων… … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
πάσχω — ΝΜΑ και πάσκω, Ν 1. υφίσταμαι την επενέργεια κάποιου, υπόκειμαι σε κάτι, σε αντιδιαστολή προς το ποιώ και το πράττω («πολλὰ μέν... πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν», Ηρόδ.) 2. κατέχομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος (α. «χρόνια τώρα πάσχει από το… … Dictionary of Greek
κάθαρση (τραγική) — Όρος που αναφέρεται στο αίσθημα οίκτου και ελέους που προξενούν στους θεατές τα παθήματα του ήρωα μιας θεατρικής τραγωδίας.Στην αριστοτελική φιλοσοφία η έννοια της κ. έλαβε ακριβή αισθητική σημασία, που αφορά τη δραματική μορφή και έχει την… … Dictionary of Greek